σκανδαλοθηρία

σκανδαλοθηρία
η
δημιουργία σκανδάλων ή επιδίωξη αποκάλυψης σκανδάλων: Πολλές εφημερίδες ρέπουν προς τη σκανδαλοθηρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκανδαλοθηρία — η, Ν [σκανδαλοθήρας] το κυνήγι τών σκανδάλων, η επίμονη αναζήτηση σκανδάλων και η αποκάλυψή τους, η υπερβολική ενασχόληση με κάθε είδους σκάνδαλα, πραγματικά ή και φανταστικά, η μεγαλοποίηση και η κατά κόρον δημοσιοποίησή τους, ιδίως με τα μέσα… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρικός — ή, ό, Ν [σκανδαλοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία ή στον σκανδαλοθήρα («σκανδαλοθηρικό δημοσίευμα»). επίρρ... σκανδαλοθηρικά Ν (τροπ.) με σκανδαλοθηρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρώ — έω, Ν [σκανδαλοθήρας] διενεργώ σκανδαλοθηρία («ορισμένες εφημερίδες σκανδαλοθηρούν») …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία: Τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά έχουν μεγάλη κυκλοφορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”